- επισαλεύοντες
- ἐπισαλεύοντεςἐπισαλεύωride at anchor off: pres part act masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐπισαλεύοντες — ἐπισαλεύω ride at anchor off pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισαλεύω — ἐπισαλεύω (Α) [σαλεύω] 1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι 2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα 3. (για μαλλιά) κυματίζω 4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις… … Dictionary of Greek